νομισματόλιθος

νομισματόλιθος
ο
(παλαιοντ.) γένος ριζόποδων πρωτοζώων που έχουν εκλείψει, αλλ. νουμμουλίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. nummulithes < λατ. nummulus, υποκορ. τού nummus «νόμισμα» + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • νομισματολιθικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομισματόλιθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματόλιθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”